- χιονόβολος
- -ον, Αχιονόβλητος*, χιονισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνό-βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιονοβόλος — snowy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονοβόλος — α, ο / χιονοβόλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που ρίχνει χιόνι, που χιονίζει νεοελλ. φρ. «χιονοβόλος ημέρα» ημέρα κατά την οποία χιονίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο βόλος, χαλαζο βόλος] … Dictionary of Greek
χιονοβόλον — χιονοβόλος snowy masc/fem acc sg χιονοβόλος snowy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονοβολία — η, Ν χιονοβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek
χιονοβολούμαι — χιονοβολοῡμαι, έομαι, ΝΑ, και τ. ενεργ. χιονοβολώ, έω, Ν καλύπτομαι με χιόνι νεοελλ. (το ενεργ.) ρίχνω χιόνι, καλύπτω με χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβόλος. Η λ. στη νεοελλ. στον λόγιο ενεργ. τ. χιονοβολῶ, έω, μαρτυρείται από το 1887, στην εφημερίδα … Dictionary of Greek